ομαλής

ομαλής
ὁμαλής, -ές (Α)
1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.)
2. (για τους νεφρούς) γλιστερός
3. (για φύλλωμα) λείος
4. (για κίνηση) ισοταχής
5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος
6. (για περιουσία) ίσος («καὶ ζῆν μετ' ἀλλήλων ἅπαντας ὁμαλεῑς καὶ ίσοκλήρους τοῑς βίοις γενομένους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός, κατά τα επίθ. σε -ής, -ές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμαλής — level masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλῆς — ὁμαλεύς leveller masc nom pl ὁμαλεύς leveller masc nom/voc pl ὁμαλής level masc/fem acc pl (attic epic doric) ὁμαλής level masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὁμαλός even fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλεστέρων — ὁμαλής level fem gen comp pl ὁμαλής level masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλές — ὁμαλής level masc/fem voc sg ὁμαλής level neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλεστέρους — ὁμαλής level masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλοῦς — ὁμαλής level masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέσι — ὁμαλής level masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέσιν — ὁμαλής level masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέστερα — ὁμαλής level neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέστεροι — ὁμαλής level masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”